ἀξένου

ἀξένου
ἄξενος
inhospitable
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀξένου — Ἄξεινος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμμάν — Πόλη (1.415.000 κάτ. το 1999) και πρωτεύουσα του βασιλείου της Ιορδανίας και του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (8.231 τ. χλμ., 1.864.450 κάτ. το 1999), χτισμένη προς το βορειοδυτικό άκρο του άξενου υπεριορδανικού οροπεδίου. Πολύ παλιά πόλη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”